- φουτμπόλ
- τοάκλ. (λ. αγγλ.), το ποδόσφαιρο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φούτμπολ — το, Ν άκλ. το ποδόσφαιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. football < foot «πόδι» + ball «μπάλα»] … Dictionary of Greek
σφαίριση — Πανάρχαιη προσφιλής ασχολία για ψυχαγωγικούς και αθλητικούς σκοπούς. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Μεξικάνοι, οι Ρωμαίοι και οι Κινέζοι έπαιζαν με σφαίρες (μπάλες), διαφορετικού σχήματος, μεγέθους και… … Dictionary of Greek
φουτμπολίστας — ο, Ν ποδοσφαιριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούτμπολ «ποδόσφαιρο» + κατάλ. ίστας* (πρβλ. τεν ίστας)] … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — το ομαδικό άθλημα που παίζεται με μπάλα, αλλ. φουτμπόλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)